φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek
Janus Cornarius — (b. circa 1500, d. March 16, 1558) was a Saxon humanist [Carmélia Opsomer and Robert Halleux, “Marcellus ou le mythe empirique,” in Les écoles médicales à Rome. Actes du 2ème Colloque international sur les textes médicaux latins antiques,… … Wikipedia
CAPISTRUM — quô boves capistrari soliti, Hebr. Gap desc: Hebrew vel Gap desc: Hebrew Graece φιμὸς vocatur. Hinc Deuteron. c. 25. v. 4. Bovem triturantem non capistrabis, Graece οὐ φιμώσεις, redditur ab Apostolo 1. Corinth. c. 9. v. 9. Nempe inhumanum omnino … Hofmann J. Lexicon universale
SPINUS — Graece ςπίνος, male ἀκανθὶς redditur Gazae, hôc tamen nomine non carduelem indigitari, sed aviculam parvam, quam Galli Serenum hodie vocant, contendenti. Fringilla namque ςπῖνος Graecorum est, quae in urbibus ut plurimum aestate degit et supra… … Hofmann J. Lexicon universale
δυσέριστος — δυσέριστος, ον (Α) αυτός που προέρχεται από ολέθρια φιλονικία («τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.) … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
προνέμω — Α [νέμω] 1. απονέμω, διανέμω κάτι σε κάποιον εκ τών προτέρων 2. μέσ. προνέμομαι α) εξακολουθώ να βόσκω β) προχωρώ, προοδεύω γ) (για πόλεμο) επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι («ἴδεθ ὅποι προνέμεται τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.) … Dictionary of Greek
σύμπνοια — η, ΝΜΑ [σύμπνους] 1. συμφωνία γνώμης, ομοφωνία, ταυτότητα απόψεων (α. «δεν υπάρχει σύμπνοια ανάμεσά τους» β. «μίαν ὁδὸν βοηθείας ταῑς καθ ἡμᾱς ἐκκλησίαις, τὴν παρὰ τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων σύμπνοιαν», Βασ.) 2. φρ. «ἐν ἐγαστῇ συμπνοίᾳ» με απόλυτη… … Dictionary of Greek
φυσόβαθρον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «βάθρον τῶν φυσῶν χαλκέως»· [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + βάθρον] … Dictionary of Greek